ΝΕΡΑΙΔΕΣ ΚΑΙ ΞΩΤΙΚΑ

 

 

 

«Υπάρχει ένας μαγικός κόσμος μέσα στον κόσμο,

και ένας μαγικός άνθρωπος μέσα σε κάθε άνθρωπο.

Ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο

της μεγαλειώδους συσκευασίας,

όμως δεν βλέπει τα υπέροχα περιεχόμενα .

Αλλά αν δει τον μαγικό άνθρωπο μέσα του

τότε ο μαγικός άνθρωπος βλέπει τον μαγικό κόσμο.

Δεν είναι ανύπαρκτος ούτε αόρατος.

Είναι υπαρκτός και ορατός,

Αμα ξέρεις οτι υπάρχει

Και αν ξέρεις να τον βλέπεις...»

      

                                                     Herman Hesse

 

Προσπαθώντας να ξεφύγουμε απο την πεζή και άγονη καθημερινότητα που μας περιβάλει, αποφασίσαμε να γράψουμε ένα άρθρο για κάτι ανεξήγητο, κάτι ασυνήθιστο, κάτι μαγικό...Το ταξίδι αυτό θα σας πάει σε δρόμους που οδηγούν στο υπερβατικό...Σε έναν κόσμο γεμάτο απο μουσική πλασμένη από τα ξωτικά, περίεργους θορύβους και την μαγεία του υπερφυσικού...σε ένα κόσμο από νεράιδες και ξωτικά...

Από τις πληροφορίες που συλλέξαμε μάθαμε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα σχετικά με αυτά. Τα ξωτικά και οι νεράιδες εμφανίζονται κυρίως στην Ιρλανδία, στην Σκωτία και ένα μικρό ποσοστό στην Ελλάδα.

Πολλοί άνθρωποι μας εκμυστηρεύτηκαν περιπέτειες που έχουν ζήσει.

Λοιπόν αυτός ήταν ένας μικρός πρόλογος για την είσοδο στο θέμα μας.

Και να θυμάστε οτι όλα αυτά που διαβάζετε είναι μια Πύλη για την χώρα των ξωτικών.......

 

 

Ας ξεκινήσουμε το μαγευτικό μας ταξίδι κάπου εδώ,.

Κάθε φορά που ακούς τον άνεμο την νύχτα καμπανάκια να χτυπάνε, να είσαι σίγουρος πως ο Φύλακας των Κόσμων είναι εκεί κοντά. Στέκεται, όχι στις πίσω αυλές των σπιτιών, ούτε στα σοκάκια, αλλά «εκεί», κάτω από τα αστέρια, ανάμεσα στην γη και στον ουρανό, ξεκουράζεται ακουμπώντας στην ανεμοδούρα του πιο ψηλού σπιτιού της πόλης.

Έχει δυο σπαθιά μαζί, ένα στο χέρι και ένα στην ζώνη, και έχει και μια κάπα για να πετάει στον άνεμο. Έχει τα μάτια του κλειστά, κανείς δεν ξέρει αν νιώθει τον κόσμο ή απλά τον φαντάζεται.

Το σπαθί του στο χέρι δεν έχει αγγίξει ποτέ αίμα  και ούτε θα το κάνει. Η δουλειά του είναι τελείως διαφορετική: σκίζει τον αόρατο τοίχο ανάμεσα στους κόσμους, φτιάχνει σοκάκια, και σκοτεινα μονοπάτια για να επικοινωνούν  οι δύο κόσμοι και να μπορεί να μπαίνει ο ένας μέσα στον άλλο...

Στην βελανιδιά κάτω από το ερειπωμένο σπίτι, η Κυρά Διάβα, περιμένει κανά περαστικό με τις ώρες...

Αν φανεί κανένας, η κυρά Διάβα του ψιθυρίζει κάτι περίεργα πράγματα στο  αυτί. Άμα εκείνος της απαντήσει, τότε εκείνη του παίρνει την φωνή και χάνεται, μα και αν δεν της δώσει σημασία, η ανάμνησή της θα μείνει για πάντα στο μυαλό του και θα του ψιθυρίζει συνέχεια για όλη του την ζωή...

 

 

 

 

Μια σπαθιά φτάνει κι οι πηγές γεμίζουν με αερικά και Νεράιδες ...

Μια σπαθιά φτάνει κι τα τρίστρατα γεμίζουν με μικρούς δαίμονες που πειράζουν τους ανθρώπους , με το να τους πετροβολούν μέσα απο τις σκιές...

Μια σπαθιά φτάνει και ο κόσμος δεν θα είναι αυτός που ξέραμε...

 

Σε κάποιο χωριό της Σαμοθράκης υπάρχει ένα παράξενο μονοπάτι, που όποιος το περπατήσει, όταν έχει φεγγάρι, θα δει έκπληκτος δύο σκιές πάνω στο δρόμο αντί για μία (!)Και μπορείς ακόμα να ακούσεις δύο ανθρώπους να συζητούν ήρεμα ενώ δεν υπάρχει ψυχή γυρω σου...

Η θύελλα που κατεβαίνει  από τις χαράδρες απότομα είναι ο μεγαλύτερος φόβος των ναυτικών, οι παλιοί ναυτικοί του νησιού ήταν πολύ γενναίοι, γιατί όπως έλεγαν όποιος θυσιάσει στους Καβείρους, δεν πρέπει να φοβάται τίποτα από την θάλασσα. Επίσης η Αρχοντόπετρα είναι ένας όγκος κάτω από την θάλασσα, που «από την κάτω μεριά έχει ζεστά νερά» και οι νησιώτες λένε οτι «άμα θάψεις εκεί νεκρό, τότε εκείνος ξανά ζωντανεύει».

 

Ένας άλλος μύθος έχει γεννηθεί στην Μήλο. Πριν πολλά χρόνια όταν ήθελαν οι κάτοικοι της Μήλου να καταλάβουν αν ένα παιδί ήταν αλλαγμένο με ένα παιδί των ξωτικών, το πήγαιναν στο ξωκλήσι της Φανερωμένης και  το αφήναν την νύχτα πάνω στην Αγία Τράπεζα. Άμα γυρνούσαν το πρωί και το βρίσκανε νεκρό, τότε σήμαινε οτι το είχαν πάρει από νεράιδες, αν όμως το έβρισκαν ζωντανό καταλάβαιναν οτι κάτι άλλο έχει το παιδί.

 

                       Η Παναγιά η Χελιδονού με το μικρό της σπήλαιο, είναι ένας ακόμα μύθος που μπορέσαμε να βρούμε...Βρίσκεται σε μια πλαγιά στην οποία οι Νύμφες δημιουργούσαν τον κατάλληλο χώρο μεσα σε ένα μικρό σπήλαιο, για να τελούν τελετές σαν τα Νυμφαία. Λεγόταν οτι ο θεός Πάνας χάρισε αυτό το σπήλαιο στην θεά Άρτεμη.Απο την παλιά εποχή πίστευαν οτι στο ρέμα  της Χελιδονούς υπήρχαν  νεράιδες και δράκοι.Κάποτε ενας μοναχός κυνήγησε με ξόρκια τις νεράιδες και τις έκλεισε σε μια σπηλιά οπού κόντευαν να πεθάνουν από πείνα και δίψα.

Οι νεράιδες χάρη σε μια γυναίκα που τις έκρυψε στο πέπλο της κατάφεραν να ξεφύγουν με την μορφή χελιδονιών.

Ετσι προέκυψε η ονομασία της Παναγίας ως Χελιδονού.

Μεγάλη φήμη έχουν και τα χιλιόχρονα πλατάνια της.Το πιο ξεχωριστό δέντρο ήταν εκείνο με την τεράστια κουφάλα στην οποία κατοικούσε ένας δράκος, που βασίλευε στην πυκνή αδιάβατη έκταση του Κηφισού με δέντρα και θάμνους...Μέσα στα χρόνια αυτή η ξεχωριστή ομορφιά καταστράφηκε.Αφού κόπηκαν τα δέντρα στην Κατοχή, χάθηκε κάθε ελπίδα για  την ύπαρξη του των υπερφυσικών κατοίκων του

 

 

Λοιπόν τώρα είναι καλύτερα να σας αφηγηθούμε ένα σπουδαίο μύθο, μια ιστορία που έχει περάσει μέσα από τους αιώνες και τη γνωρίζουν γενιές και γενιές...ένα μύθο για την περιοχή μας, την Ιστιαια...και συγκεκριμένα  για το γεφυράκι στον Άγιο. Στο χωριό αυτό λοιπόν υπάρχει ένα γεφύρι στο οποίο κανείς πρέπει να δώσει ιδιαίτερη σημασία. Αξίζει να  προσέξει την κρεμαστή καμαρά του και την γαλάζια αγιόπετρα με την οποία έχει δημιουργηθεί. Εκτός από χιλιάδες διαβάτες, έχουν διαβεί και πολλοί αιώνες μα δε το έχουν πειράξει καθόλου. Ούτε τα ορμητικά νερά του ποταμού που το χτύπαγαν μέχρι τα μισά δεν έγιναν αφορμή για κάποιο πρόβλημα. Στέκεται εκεί μόνο του σαν ένας πέτρινος γίγαντας, που δεν φοβάται τίποτα. Ένας γεράκος του χωριού μας μίλησε για την ιστορία του και για το θρυλικό χτισιμό του.

«Τον καιρό που χτίστηκε το γιοφύρι, από κάποιον ξακουστό πρωτομάστορα, ζούσε στο χωριό ετούτο μια πανέμορφη κοπέλα. Ντουμίνα την ελέγαν. Μόλις είχε παντρευτεί , στα δεκαοχτώ,’κείνη τη χρονιά που ‘ρθε ο πρωτομάστορας να βάλει τα θεμέλια του γεφυριού...

Την πρώτη μέρα που έβαζε τα σχέδια ο πρωτομάστορας, κατεβήκαν όλες οι γυναίκες του χωριού, και μέσα σε αυτές και

αυτή, με τις στάμνες να πάρουν νερό. Άστραψε ο τόπος όλος από την ομορφιά, σαν πέρασε δίπλα όπου έστεκε ο πρωτομάστορας, και εκείνος τρελάθηκε απο αυτήν!Την ερωτεύτηκε αμέσως... έμεινε χαραγμένη στο μυαλό του μα και

στην καρδιά του! Όσα μέρη και να γύρισε τέτοια εξωτική ομορφιά δεν είδε πουθένα, σα να βγήκε από παραμύθι, ίδια νεράιδα. Όταν όμως έμαθε πως ήταν παντρεμένη, στεναχωρήθηκε, μαράθηκε! Ζήλεψε και μίσησε τον άντρα της που την

παντρεύτηκε και καταράστηκε άσχημα την μοίρα του να τον βοηθούσε να τη γνώριζε πριν παντρευτεί.

Σύντομα ήταν έτοιμα και τα σχέδια του γεφυριού και ανοίχτηκαν και τα θεμέλια. Το πρωί εκείνο λοιπόν ο πρωτομάστορας

θα  έριχνε το πρώτο θεμέλιο. Και κατά το έθιμο των τότε μαστόρων για να στεριώσει το γιοφύρι έπρεπε να στεριώσουν τον ίσκιο του πρώτου περαστικού ή της πρώτης περαστικιάς που θα περνούσε από εκεί.Έτσι πήραν οι μαστόροι την απόφαση

 και περίμεναν κάποια κοπελιά να πάει για νερό ή για κοπάνισμα για να την φωνάξει ο πρωτομάστορας με μια πρόφαση και να ρίξουν στο θεμέλιο την σκιά της. Έτσι εκείνο το πρωί η Ντουμίνα κατέβηκε στο ρέμα για κοπάνισμα. Αστάλαχτη στο ντύσιμο όπως ήταν όλες τις ώρες, έβαλε τον μπόγο στο κεφάλι της κρατώντας τον με το ένα χέρι, και με το άλλο κρατούσε τον κόπανο και κατηφόριζε προς το ρέμα. Τα φλουριά της μπόλιας της έλαμπαν στον πρωινό ήλιο και αντιφέγγιζαν στο

πανέμορφο πρόσωπο της!

Έτσι καθώς λοιπόν την είδαν να κατεβαίνει οι μάστορες, αναστέναξαν και ύστερα  και έμειναν με ανοιχτό το στόμα για πολλή ώρα! Την είδε και ο πρωτομάστορας και παραλίγο να λιποθυμήσει από την ταραχή του. Από την μια την λυπόταν,

μια τόσο όμορφη κοπέλα να στοιχιώσει το γεφύρι, μα από την άλλη ζήλευε που δεν μπορούσε να την κάνει δικιά του. Μα αυτό πρόσταζε η μοίρα!

Η Ντουμίνα μπήκε μέσα στο κατακάθαρο νερό για να τακτοποιήσει τα πράγματα της... μία ηλιαχτίδα την σημάδεψε και φάνταξε σε όλους σαν μια πανέμορφη κάμαρα γεφυριού. Ο πρωτομάστορας αφού την καμάρωσε που έκανε τόσο επιδέξια την δουλειά της, πήρε το θάρρος και την φώναξε με ένα τόνο λύπης... από τις λέξεις έτρεχαν δάκρυα.. μα αυτό έπρεπε να κάνει.

‘Καλή κυρά, αν θές παίρνεις το μαντήλι μου, να μου το πλύνεις;  Να ‘ χεις καλό...’

Διστακτική στην αρχή αποφάσισε να πάει ρέμα ρέμα να το πάρει. Όταν έφτασε στην άκρη του θεμελίου, από την άλλη μεριά έστεκε ο πρωτομάστορας. Και καθώς έσκυψε να πάρει το μαντήλι, ο ίσκιος της έπεσε πάνω στον πάτο του θεμελιού. Τότε

-πουφ- έριξαν την πρώτη πέτρα, πάνω στην σκιά της. Ο μύθος λέει πως ποτέ η Ντουμίνα δεν πήρε είδηση,γιατί δεν ήξερε από αυτά τα έθιμα των μαστόρων αλλά μέσα στον χρόνο πέθανε. Και επίσης λένε οτι πέθανε την ημέρα που κάναν τα εγκαίνια στο φαρδύ αμαξόδρομο.

Πέθανε απότομα, χωρίς να αρρωστήσει, με το που έκλεισε τα μάτια της.

Και ήταν νέα, μόλις είκοσι, παντρεμένη με ένα παιδί στα σπλάχνα της....αναστατώθηκαν όλοι, όλο το χωριό έκλαιγε! Μα περισσότερο από όλους ο πρωτομάστορας, που δεν είχε φύγει ακόμα από το χωριό, γιατί πίστευε πως αυτός έφταιγε για τον θάνατο της, επειδή την χρησιμοποίησε για να στεριώσει το γιοφύρι στοιχειώνοντάς το. Από τότε, λένε, οτι τα βράδυα βγαίνει το φάντασμά της στο γιοφύρι. Την έχουν δει πολλοί να ανεβαίνει, τα μεσάνυχτα, εκεί ακριβώς που στοιχειώθηκε.  

Ανεβαίνει αργά και στέκεται στο χείλος του γεφυριού αυτού. Φοράει τα καλά της σεγκούνια, και την καλή της φορεσιά. Έτσι όπως έβγαινε στα πανηγύρια τις καλές μέρες. Έτσι όπως την έντυσαν για τον άλλο κόσμο τότε. Λαμποκοπάει ο τόπος λένε όσοι την έχουν δει. Όμως μετά τα μεσάνυχτα εξαφανίζεται σαν σκόνη στον αέρα.

 Ο κόσμος τώρα δεν πιστεύει σε φαντάσματα, μα ο καθένας φοβάται να περάσει από εκεί. Όταν κάποιος περνάει κατ’ ανάγκη  λέει από μέσα του το ¨ πάτερ ημών ¨. Άλλοι ωστόσο πέρναγαν τραγουδώντας ή μιλώντας δυνατά, γιατί κάποιος είπε οτι η Ντουμίνα δεν βγαίνει, όταν ακούει δυνατές φωνές. Ίσως  και εσείς να μην πιστεύετε στα στοιχειά ή στα φαντάσματα αλλά είμαστε σίγουροι οτι άμα περάσετε από εκεί θα νιώσετε έναν αόριστο φόβο...

 

Όσα είπαμε ως τώρα είναι μύθοι για εσάς, όμως σκεφτήκατε ποτέ πως ίσως να μην είναι απλές ιστορίες αλλά μια είσοδος στο ανεξήγητο; Δεν είναι εγωιστικό να σκεφτόμαστε οτι υπάρχουμε μόνο εμείς και κανένας άλλος; Τα ξωτικά και οι νεράιδες και όλα τα αερικά, έχουν και αυτά ένα κόσμο, έχουν λαούς, έχουν χώρες, ακόμα και...μυστικά! Ο καθένας θα ήθελε να εισβάλλει εκεί και μόνο από περιέργεια να μάθει κάτι από αυτά!

...Σίγουρα έχουν τόσα να μας πουν και να μας μάθουν...

 

 

Άμα κοιτάξουμε γύρω μας βλέπουμε διάφορα αντικείμενα που, ενώ είναι άψυχα, καθορίζουν την ζωή μας. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι παρά ένας κενός χώρος, τίποτα δεν έχει να μας πει κάτι, τίποτα δεν μας φέρνει στο νου μια ιστορία, μια ανάμνηση....Μια βόλτα στο δάσος ίσως είναι τόσο διαφορετική, κάθε δέντρο έχει να σου ψιθυρίσει κάτι, ένα μύθο, ένα παραμύθι... ακόμα και το πιο μικρό χόρτο έχει και αυτό αξία...αλλά εμείς γιατί δεν το καταλαβαίνουμε;

Ίσως γιατί αρκούμαστε στο έτοιμο, πάντα περιμένουμε να μας φέρουν τα πάντα και δεν ψάχνουμε για τίποτα...

Όταν ο άνθρωπος κόβει ένα δέντρο ή καταστρέφει μια βιβλιοθήκη, μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία με ιστορίες του τόπου του, με ιστορίες που έχουν ζήσει πρόγονοι του, ποτέ δεν σκέφτηκε οτι άμα κοιτάξει δίπλα του θα δει ένα μικρό πλάσμα, ίσως

όμορφο, ίσως και οχι... ίσως μια νεράιδα μα ίσως και ένα ξωτικό.

Αυτά ζούνε δίπλα μας και ενδιαφέρονται για εμάς, εμείς τους γυρνάμε την πλάτη...μην λέτε όμως ποτέ οτι δεν υπάρχουν , γιατί τότε μια νεράιδα πεθαίνει και ένα ξωτικό αργοπεθαινεί μαζί της.

  

 

   

Γιατί δεν παίρνουμε λίγη από την μαγεία τους, γιατί δεν πάμε μαζί τους ψηλά στον ουρανό, και μένουμε εδώ κολλημένοι,

κλεισμένοι  στον εαυτό μας? Ας χορέψουμε, ας τραγουδήσουμε, ας περάσουμε καλά μαζί τους... θα είναι τόσο όμορφα...

  

 

Δυστυχώς όμως αυτά όλοι μας τα βλέπουμε σαν κάτι φανταστικό, κάτι ανύπαρκτο, κάτι αδύνατον, γιατί απλά δεν θέλουμε να πιστέψουμε σε αυτά...

Τώρα είναι ώρα να γυρίσουμε στους μύθους μας! Λοιπόν, μετά από δουλειά καταφέραμε να βρούμε κάποιους μύθους. Αυτούς τους μύθους μας τους εκμυστηρεύτηκαν άτομα στα οποία έχουν συμβεί τα γεγονότα σε συγγενείς ή πρόγονους τους...

  

Πριν χρόνια, μας είπε ένας γέρος κοντά 100 χρονών, οτι στα παλιά τα χρόνια, οι άντρες δούλευαν ολημερίς στα χωράφια, το ίδιο και αυτός. Μια μέρα ήθελε να πάει στο χωράφι του πριν φέξει για να οργώσει, μα πρώτα έπρεπε να περάσει από ένα

γεφύρι. Στην άκρη του γεφυριού και στην δεξιά πλευρά υπήρχε ένα πηγάδι πολλών χρόνων. Καθώς το διέσχιζε, είδε μια

κοπέλα να κάθεται στην άκρη, στην αρχή νόμιζε ότι του φάνηκε, μα όταν πλησίασε λίγο κατάλαβε πως δεν έκανε λάθος...

Η κοπέλα με την περίεργη όψη τον αντιλήφθηκε και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα χάθηκε από τα μάτια του. Ο γεράκος προτίμησε να μην πει ποτέ αυτό που έζησε, για να μην τον περάσουν για τρελό, μα μόνο ένα είναι σίγουρο, οτι δεν θα το ξεχάσει ποτέ.

 

    

 

Δυό αδέρφια έμεναν μαζί σε ένα σπίτι, στο οποίο σπίτι ύπηρχε ένα δωμάτιο για το οποίο οι γονείς τους είχαν πει να μην το ανοίξουν ποτέ, γιατί το περιεχόμενό του θα γινόταν λόγος για να μαλώσουν άσχημα τα παιδιά. Όταν πέθαναν οι γονείς τους, τα παιδιά αποφάσισαν να ανοίξουν αυτό το δωμάτιο για να δουν τι περιείχε, αφού πρώτα υποσχέθηκαν μεταξύ τους να μην μαλώσουν πότε για αυτό.Όταν μπήκαν, αντίκρισαν έναν άδειο χώρο, με μόνο ένα πορτραίτο σ’ έναν τοίχο. Το πορτραίτο μιας νεράιδας. Ήταν όμορφη πολύ, με τα χρυσά μαλλιά της να λούζουν τους ώμους της, και τα μάτια της να είναι σαν την πανσέληνο που μαγνητίζει την παλίρροια την νύχτα. Τα αγόρια τυφλώθηκαν από την ομορφιά της και έβαλαν σκοπό της ζωής τους να την κάνουν δικιά τους. Όμως, τσακώθηκαν ποιός θα την έπαιρνε, και έτσι αποφασίσαν να την βρουν και να την αφήσουν να επιλέξει αυτή! Το όνομα της ήταν Πάτρα Κυούρτα Λεμονιά. Σαν αερικό που ήταν, ξεγλιστρούσε, μα ήθελε να δει πιο από τα δύο αδέρφια ήταν το καλύτερο. Η νεράιδα επέλεξε τον μικρότερο, γιατί αποδείχτηκε ο πιο όμορφος και άξιος της αγάπης της κι έτσι έγινε το ταίρι της. Ο μεγαλύτερος έψαξε μια καλύτερη τύχη και έγινε και αυτός ευτυχισμένος, μα ποτέ δεν έφυγε από το νου η μορφή της, η ομορφιά και η χάρη της!

 

 

 

 

 

 

 

Οι παλιές ιστορίες λένε πως κάποτε ο κόσμος των ξωτικών και τον ανθρώπων ήταν ένας και αδιαίρετος, αλλά κάτι προέκυψε και διαιρέθηκε στα δύο, κι απο τότε  ο καθένας τους ζει στο δικό του μέρος . Και αν δεν υπήρχαν εκείνα τα μικρά μονοπάτια που συνδέουν τους δύο κόσμους, πιθανόν δεν θα είχαμε ούτε τις μαγευτικές τους ιστορίες ή τα ίδια να έρχονται σε εμάς και να κάνουν σκανταλιές. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι θύρες που συνδέουν τους δύο κόσμους, θα χάναμε το πιο γλυκό και μαγευτικό κομμάτι των ονείρων μας.

 

   

Λοιπόν, και τι θα γινόταν αν υπήρχε έρωτας ανάμεσα σε μια νεράιδα και ένα άλλο ξεχωριστό ον; Αυτή είναι μια καλή αφορμή για να γράψουμε ένα μύθο για μια αγάπη που δεν στέριωσε ποτέ.... μια αγάπη ανάμεσα σε μια νεράιδα και έναν άγγελο...

Κάποτε υπήρχε μια νεράιδα, μια νεράιδα καταδικασμένη στην ομορφιά της,ένα πλάσμα που δεν είχε δικαίωμα να αγαπήσει αυτόν που θα επέλεγε. Μια μέρα ο Θεός έστειλε έναν άγγελο στον κόσμο τους για να δώσει ένα μήνυμα στην βασίλισσά τους. Ο άγγελος αντίκρισε την πανέμορφη νεράιδα και ένας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε.

Η νεράιδα τον αγάπησε πολύ, μα και ο άγγελος την ερωτεύθηκε τρελά. Όμως δυστυχώς αυτός ο έρωτας δεν μπόρεσε να στεριώσει, γιατί οι άγγελοι δεν έχουν δικαίωμα στην αγάπη, και οι νεράιδες δεν έχουν δικαίωμα να αγαπήσουν άλλο ον εκτός από την φύση τους. Ο άγγελος από την θλίψη του έχασε την λάμψη του κι ο Θεός, όταν τον είδε, κατάλαβε οτι κάτι έχει και τον άφησε να του μιλήσει. Ο άγγελος του εξήγησε πως ένιωθε και ο Θεός αποφάσισε να πάρει τα φτερά από τον άγγελο και να τον αφήσει να την βρει και να μείνει μαζί της. Ο άγγελος δέχτηκε αμέσως και με μεγάλη χαρά πήγε να βρει την νεράιδα του. Όμως δυστυχώς η νεράιδά του είχε πεθάνει επειδή δεν μπορούσανε να είναι μαζί. Από την θλίψη της, της ΄πέσαν τα φτερά και μαρμάρωσε. Ο άγγελος δεν πρόλαβε ποτέ να της πει οτι μεταμορφώθηκε σε ον της φύσης της και οτι μπορούσαν να είναι μαζί.

 

Υπάρχουν πολλοί θρύλοι επίσης για το Φως την νύχτα στον κόσμο των νεράιδων και των ονείρων...υπάρχουν ποιήματα  επίσης, ένα από τα οποία μπορέσαμε να βρούμε:

                                              

 

 

                                                              ΟΙ ΘΡΥΛΟΙ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

 

                                                             Απομακρύνεται η Νεράιδα

                                                                Τα φτερά της είναι φως

                                                          Η σκιά της στοιχιωμένο γλυκό

                                                                 Βουτάει μες΄ την νύχτα

                                                    Με νύχια πύρινα αρπάζει το σκοτάδι

                                                             Μην της αγγίξεις τα φτερά

                                                             Γιατί η Νεράιδα του φωτός

                                                                    Στα όνειρα πετάει

 

                                                       Στο σεληνοφώς λικνίζεται λαμπρή

                                                     Αστρόσκονη στο διάβα της οι δρόμοι

                                                           Τοξεύει με βέλη φωτεινά

                                                    Στο βάλτο, στο λόφο και στο σύδεντρο

                                                 Στα δαχτυλίδια του σταριού στα χωράφια

                                                          Και στις μισάνοιχτες πόρτες

                                                             Μετέωρη στον άνεμο

                                                     Και στη σπηλιά του μαύρου βράχου

 

                                                     Στους θρύλους ήμουν μόνος μου

                                                           Των ονείρων καβαλάρης

                                                   Κανείς δεν ακούει τις ιστορίες μου

                                                         Που τις διηγούμαι μονάχος

                                                         Γιατί η Νεράιδα του φωτός

                                                                Στα όνειρα πετάει

 

             

Ποτέ δεν φανταστήκατε τον εαυτό σας ξεχωριστό; Ίσως δεν πιστεύετε σε αυτά τα πλάσματα επειδή νομίζετε οτι δεν είστε ξεχωριστοί, αλλά αυτά είναι. Όμως ο καθένας μας είναι ξεχωριστός, ο καθένας μας έχει μια διαφορά οχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, φτάνει να ψάξουμε καλά για να τις βρούμε.Λοιπόν είναι ώρα να κλείσουμε, και μην ξεχάσετε ποτέ(!)οτι και αυτά τα πλάσματα έχουν δικαίωμα στον κόσμο μας, όπως και εμείς στον δικό τους.

Είναι πάντα δίπλα μας, εμείς δεν τα βλέπουμε. Ίσως αν κοιτάξουμε καλύτερα, να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει και να σταματήσουμε να αδιαφορούμε για όλα! Μην τα περιμένουμε όλα έτοιμα, και να μην αφήσουμε ποτέ να χαθούν οι μύθοι και οι παραδόσεις μας, γιατί αξίζουν να τις κρατάμε ζωντανές και να τις περνάμε από γενιά σε γενιά!

 

 

 

Ευχαριστούμε :

 

Τις ιστοσελίδες που μας βοήθησαν να βρουμε πληροφορίες

Τα βιβλία

Και τα άτομα που μας έδωσαν καταθέσεις για μύθους και ιστορίες του τόπου μας (Αγγελική Ανέστη & Σοφία Μουστάκα & Γεωργία Παπαδοπούλου)

 

 

Αγγελοπούλου Θεοδώρα

Παπανδρέου Φωτούλα

Σαμαρά Μυρσίνη

Χατζη Παναγιώτα